-
1 πώλησις
(-εως) η продажа, сбыт;χονδρική (λιανική) πώλησις — оптовая (розничная) продажа;
πώλησις επί πιστώσει — продажа в кредит
-
2 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
3 продажа
продаж||аж τό πούλημα, ἡ πούληση, ἡ πώλησις:оптовая (розничная) \продажа ἡ χονδρική (ή λιανική) πώλησις· купля· \продажа ἡ ἀγοραπωλησία· \продажа с аукциона ὁ πλειστηριασμός, ἡ δημοπρασία· пустить в \продажау βγάζω γιά πούλημα· поступить в \продажау ἀρχίζω νά πουλιέμαι.